ασβεστάδικο

ασβεστάδικο
τό
1) известковая печь; 2) магазин по продаже извести

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ασβεστάδικο" в других словарях:

  • ασβεστάδικο — το 1. το ασβεστοκάμινο 2. το κατάστημα που πουλά ασβέστη …   Dictionary of Greek

  • ασβεστάδικο — το το καμίνι όπου φτιάχνεται το ασβέστι ή το κατάστημα που αυτό πουλιέται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβεστοκάμινο — το καμίνι μέσα στο οποίο ψήνουν ασβεστόλιθους, ασβεστάδικο, ασβεσταριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»